έγκλειση

έγκλειση
Η δημιουργία χημικού συστήματος που αποτελείται από μείγμα δύο κρυσταλλικών μορφών, όπου τα μόρια του ενός είναι εγκλωβισμένα στο κρυσταλλικό πλέγμα του άλλου. Τέτοια φαινόμενα συναντώνται κατά την έ. μορίων ευγενών αερίων σε κρυσταλλικά πλέγματα, όπως του νερού και άλλων διαλυτών. Η έ. μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος διαχωρισμού μορίων με διαφορετικό μέγεθος με εκλεκτικούς ε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐγκλείσῃ — ἐγκλείω shut in aor subj mid 2nd sg ἐγκλείω shut in aor subj act 3rd sg ἐγκλείω shut in fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκλεισμός — (Μαθημ.). Όρος ο οποίος δηλώνει την ιδιότητα ενός συνόλου Α, του οποίου όλα τα στοιχεία αποτελούν μέρος ενός άλλου συνόλου Β. Το σύνολο Α χαρακτηρίζεται ως υποσύνολο του Β και το Β ως υπερσύνολο του A. Η σχέση αυτή συμβολίζεται ως εξής: ή  και… …   Dictionary of Greek

  • ενθήκη — ἐνθήκη, η (AM) [εντίθημι] 1. αποταμίευμα, προμήθεια, ποσότητα, περιουσία 2. χρηματικό κεφάλαιο 3. ένθεση, παρεμβολή 4. έγκλειση, φράγμα, περίβολος …   Dictionary of Greek

  • εντοίχιση — η η προσήλωση πλάκας, ψηφιδωτού κ.λπ. στην εξωτερική επιφάνεια τοίχου ή η έγκλειση κάποιου ατόμου μέσα σε χώρο τού οποίου η έξοδος φράσσεται από τοίχους …   Dictionary of Greek

  • κάθειρξη — η (AM κάθειρξις) περιορισμός σε κάποιον χώρο, έγκλειση, φυλάκιση νεοελλ. η βαρύτερη από τις στερητικές τής ελευθερίας ποινές, η οποία συνεπάγεται ισόβια ή πρόσκαιρη αποστέρηση τών πολιτικών δικαιωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθείργω (βλ. καθειργνύω)] …   Dictionary of Greek

  • κλουβί — Μικρός χώρος για τη διαβίωση πτηνών ή ζώων, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, φορητό ή μόνιμο, περιφραγμένο από σύρματα ή ξύλινα ή σιδερένια κιγκλιδώματα. Η κατασκευή του κ., απλή ή ισχυρή, εξαρτάται από το μέγεθος του ζώου για το οποίο προορίζεται. Για …   Dictionary of Greek

  • κλούβιασμα — το [κλουβιάζω] 1. το μπαγιάτεμα τών αβγών 2. η έγκλειση πτηνών σε κλουβί …   Dictionary of Greek

  • συμπιεσίμετρο — το, Ν παλαιότερος τύπος βαρομέτρου, στον οποίο η ατμοσφαιρική πίεση αντισταθμιζόταν με την έγκλειση αέρα στο πάνω μέρος υγρού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”