ἐγκλείσῃ — ἐγκλείω shut in aor subj mid 2nd sg ἐγκλείω shut in aor subj act 3rd sg ἐγκλείω shut in fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκλεισμός — (Μαθημ.). Όρος ο οποίος δηλώνει την ιδιότητα ενός συνόλου Α, του οποίου όλα τα στοιχεία αποτελούν μέρος ενός άλλου συνόλου Β. Το σύνολο Α χαρακτηρίζεται ως υποσύνολο του Β και το Β ως υπερσύνολο του A. Η σχέση αυτή συμβολίζεται ως εξής: ή και… … Dictionary of Greek
ενθήκη — ἐνθήκη, η (AM) [εντίθημι] 1. αποταμίευμα, προμήθεια, ποσότητα, περιουσία 2. χρηματικό κεφάλαιο 3. ένθεση, παρεμβολή 4. έγκλειση, φράγμα, περίβολος … Dictionary of Greek
εντοίχιση — η η προσήλωση πλάκας, ψηφιδωτού κ.λπ. στην εξωτερική επιφάνεια τοίχου ή η έγκλειση κάποιου ατόμου μέσα σε χώρο τού οποίου η έξοδος φράσσεται από τοίχους … Dictionary of Greek
κάθειρξη — η (AM κάθειρξις) περιορισμός σε κάποιον χώρο, έγκλειση, φυλάκιση νεοελλ. η βαρύτερη από τις στερητικές τής ελευθερίας ποινές, η οποία συνεπάγεται ισόβια ή πρόσκαιρη αποστέρηση τών πολιτικών δικαιωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθείργω (βλ. καθειργνύω)] … Dictionary of Greek
κλουβί — Μικρός χώρος για τη διαβίωση πτηνών ή ζώων, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, φορητό ή μόνιμο, περιφραγμένο από σύρματα ή ξύλινα ή σιδερένια κιγκλιδώματα. Η κατασκευή του κ., απλή ή ισχυρή, εξαρτάται από το μέγεθος του ζώου για το οποίο προορίζεται. Για … Dictionary of Greek
κλούβιασμα — το [κλουβιάζω] 1. το μπαγιάτεμα τών αβγών 2. η έγκλειση πτηνών σε κλουβί … Dictionary of Greek
συμπιεσίμετρο — το, Ν παλαιότερος τύπος βαρομέτρου, στον οποίο η ατμοσφαιρική πίεση αντισταθμιζόταν με την έγκλειση αέρα στο πάνω μέρος υγρού … Dictionary of Greek